- πανάγυρις
- πανάγυρις, ἡ (Α)(δωρ. τ.) βλ. πανήγυρις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανάγυρις — πανά̱γυρις , πανήγυρις general fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παναγύριος — Παναγύριος, ὁ (Α) [πανάγυρις] ονομασία ενός μήνα στην Άμφισσα … Dictionary of Greek
πανήγυρη — η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ 1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι 2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία τού… … Dictionary of Greek